- ὑπεμνήσθην
- ὑπεμνήσθην s. ὑπομιμνῄσκω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ὑπεμνήσθην — ὑπομιμνήσκω put aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὑπομιμνήσκω put aor ind pass 1st sg ὑπομνάομαι court clandestinely imperf ind mp 3rd dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)